Το λυκάκι, οι Κοκκινοσκουφίτσες και οι κυνηγοί
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα όμορφο γκριζωπό λυκάκι που το έλεγαν Άκη. Ο Άκης ζούσε μαζί με την οικογένειά του σε μια ορεινή περιοχή καλυμμένη από ένα πανέμορφο πυκνό δάσος. Όταν έγινε έξι μηνών, η μητέρα του θέλησε να του δείξει ότι ήταν πια μεγάλο και μπορούσε να κυκλοφορεί άνετα μέσα στο δάσος. Έτσι λοιπόν του ετοίμασε ένα καλαθάκι με τα καλύτερα κομμάτια ελαφιού και αγριογούρουνου και του είπε:
-Πάρε αυτό το καλάθι και πήγαινε στη γιαγιά, στην κορυφή του βουνού. Αρρώστησε βαριά μ’ αυτό το χιονιά, η καημένη, και δεν μπορεί να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Όμως πρόσεχε, Άκη! Στο δάσος κυκλοφορούν επικίνδυνες Κοκκινοσκουφίτσες και κακοί κυνηγοί. Να έχεις το νου σου! Να μη μιλήσεις σε κανένα και να μη χασομερήσεις καθόλου στο δρόμο. Τ’ άκουσες αυτό;
-Εντάξει μητέρα, κατάλαβα! Όμως γιατί να θέλουν το κακό μου; Γιατί να βλάψουν ένα μικρό λυκάκι; ρώτησε ο Άκης όλο απορία.
-Οι άνθρωποι είναι κακοί μ’ εμάς Άκη, είπε η μητέρα με θλιμμένο βλέμμα, ενώ περνούσε το καλάθι στο λαιμό του μικρού της. Του ευχήθηκε καλό δρόμο και έμεινε να το κοιτά να απομακρύνεται από κοντά της.
Η ώρα περνούσε και ο Άκης απολάμβανε τη βόλτα στο μεγάλο δάσος. Πρώτη φορά μόνος του και όλα του φαίνονταν καινούρια. Δοκίμαζε τις αισθήσεις του˙ τέντωνε τα αφτάκια του και αφουγκραζόταν την παραμικρή κίνηση από μέτρα μακριά. Δοκίμαζε την όσφρησή του και διαπίστωνε ότι δεν έπεφτε έξω. Αντιλαμβανόταν μικρά τρωκτικά, αλλά και άλλα, μεγαλύτερα, ζώα ακόμα κι αν βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση απ’ αυτά. Έπιασε μάλιστα κάνα δυο σκίουρους και τους έβαλε στο καλάθι που θα πήγαινε στη γιαγιά του. Ήθελε να της αποδείξει ότι μεγάλωσε και μπορούσε, πλέον, να κυνηγά και ο ίδιος όπως οι γονείς και τα άλλα μέλη της αγέλης του.
Ο Άκης διαπίστωνε ότι την τροφή του έπρεπε να την κυνηγήσει πράγμα που δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ήταν όμως αποφασισμένος να τρέξει, να σκαρφαλώσει, να κινηθεί μέσα στο σκοτάδι αθόρυβα, να κάνει τα πάντα, για να αποδείξει ότι ήταν ένας σπουδαίος και τρανός λύκος. Ξάφνου, όμως, είδε κάτι που τον παραξένεψε. Ένα ωραιότατο φιλέτο αγριογούρουνου στη μέση ενός μονοπατιού. «Τι συμβαίνει εδώ;», σκέφτηκε το λυκάκι. Παράλληλα η όσφρησή του τον ειδοποιούσε ότι κάτι κακό συνέβαινε. Πλησίασε δισταχτικά το μεζέ ενώ η μυτούλα του κουνιόταν διερευνητικά. «Χμ, κάτι μου βρωμάει εδώ», είπε μέσα του, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα ήρθαν στο νου του τα λόγια της μητέρας του που του εφιστούσαν την προσοχή. Ο Άκης προσπέρασε το κομμάτι του αγριογούρουνου και συνέχισε το δρόμο του. Χωρίς να το αντιληφθεί είχε μόλις προσπεράσει την πρώτη παγίδα, ένα δόλωμα με δηλητηριασμένο κρέας, για την εξόντωση των λύκων!
Το λυκάκι δεν αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και συνέχισε να περιπλανιέται μέσα στο δάσος, όταν η καταπληκτική του ακοή εντόπισε κάτι να σαλεύει πίσω από ένα θάμνο.
-Γρρρρρρρρ! γρύλισε ο Άκης με απορία καθώς είδε ένα κοριτσάκι με κόκκινο σκούφο να μαζεύει φράουλες.
-Πού πηγαίνεις τέτοια ώρα, μικρούλη μου; τον ρώτησε το κοριτσάκι με γλυκιά φωνή.
-Πηγαίνω κάποια πράγματα στη γιαγιά μου που είναι άρρωστη, απάντησε τρέμοντας από το φόβο του ο Άκης.
-Αααα, ναι; Και πού μένει η γιαγιά σου; ξαναρώτησε η μικρούλα με το κόκκινο σκουφί.
-Στην άλλη άκρη του δάσους, στην κορυφή του βουνού, αποκρίθηκε το λυκάκι.
-Ε, τότε βιάσου! Θα σε πάρει το βράδυ ώσπου να ανέβεις εκεί πάνω. Σε χαιρετώ! Και περαστικά στη γιαγιάκα σου…, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα και χάθηκε πίσω από τους θάμνους.
Ο Άκης τα ‘χε χάσει. Πρώτη φορά ερχόταν αντιμέτωπος με άνθρωπο και έτρεμε από το φόβο του.
Στο μεταξύ η Κοκκινοσκουφίτσα βγήκε γρήγορα στο δρόμο και έφτασε αστραπή στο χωριουδάκι, λίγο πιο κάτω από την κορυφή του βουνού. Ήταν σίγουρη ότι ο λύκος δε θα ακολουθούσε τη διαδρομή αυτή γιατί θα τον τρόμαζαν οι ξυλοκόποι, οι περαστικοί και τα μηχανήματα που δούλευαν πυρετωδώς για τη διάνοιξη του δρόμου. Έτσι είχε το χρόνο να ειδοποιήσει όλους τους κυνηγούς για τον ερχομό του λύκου και να τους ενημερώσει για τη φωλιά της γριάς λύκαινας.
Οι κυνηγοί κινήθηκαν γρήγορα και μεθοδικά. Κάποιοι έβαλαν δολώματα από κρέας ζαρκαδιού σε σημεία από τα οποία υπολόγιζαν ότι θα περάσει το λυκάκι, ενώ άλλοι έστησαν δόκανα περιμένοντας το μικρό ζώο να πατήσει μέσα για να μπορέσουν να το πιάσουν. Η αμοιβή θα ήταν μεγάλη από το δασαρχείο, έτσι και πήγαιναν τραυματισμένο ένα λύκο!
Ο Άκης απολαμβάνοντας την περιπλάνησή του στο μεγάλο δάσος, δεν άργησε να έρθει αντιμέτωπος με έναν εξαγριωμένο κτηνοτρόφο.
-Σε τσάκωσα, άθλιο ζωντανό! Τι ζητάς κοντά στο μαντρί μου; Έβαλες στο μάτι τα προβατάκια μου, ε; Τώρα θα σου δείξω εγώ! άκουσε να λέει ο κτηνοτρόφος, καθώς κινούνταν απειλητικά προς το μέρος του.
-Όχι, μη! Μη μου κάνεις κακό! Ψέλλισε ο Άκης. Εγώ… εγώ δεν ήρθα για να κάνω κακό στο μαντρί σου. Εγώ κυνηγώ μόνο άγρια ζώα και μάλιστα μεγάλα σε ηλικία, ετοιμοθάνατα. Δε θα πείραζα ποτέ τα δικά σου ζωντανά. Αλήθεια σου λέω, είπε ο Άκης, έτοιμος να μπήξει τα κλάματα.
-Σας ξέρουμε καλά, εσάς τους λύκους. Χειρότερα πλάσματα δεν υπάρχουν από ‘σάς! Επιτίθεστε σε ζώα και ανθρώπους και κάθε χρόνο μάς κάνετε μεγάλες ζημιές. Τώρα θα δεις τι θα πάθεις, είπε ο κτηνοτρόφος και σήκωσε τη μαγκούρα του να χτυπήσει τον Άκη.
Όμως εκείνος με ένα σάλτο, την κατάλληλη στιγμή, κατάφερε να του ξεφύγει και να βγει, λαχανιασμένος, από το μαντρί. Με βήμα γοργό κατευθύνθηκε προς το σπίτι της γιαγιάς του, χωρίς να ξέρει ότι οι κυνηγοί τον είχαν προλάβει και τον περίμεναν ήδη εκεί οπλισμένοι.
Σε λίγη ώρα ο Άκης χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της γιαγιάς του. Καθώς δεν άκουσε απάντηση, έσπρωξε τη χαμηλή πόρτα και μπήκε μέσα. Αλίμονο! Το δόκανο που ήταν στημένο στο άνοιγμά της ακινητοποίησε το μικρό λυκάκι. Ένα ουρλιαχτό πόνου έσκισε τη σιωπή της νύχτας και σε λίγα λεπτά ο μικρός Άκης βρέθηκε αναίσθητος σε ένα κλουβί. Οι κυνηγοί χάρηκαν πολύ για την «επιτυχία» τους. Θα εισέπρατταν ικανοποιητική αμοιβή για την παλικαριά τους. Έτσι, αποφάσισαν με το πρώτο φως της μέρας να κατέβουν στο δασαρχείο και να παραδώσουν το μικρό φυλακισμένο στις αρχές.
Πράγματι οι κυνηγοί το πρωί κίνησαν για το δασαρχείο, όμως εκεί τους περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Οι υπάλληλοι τούς ενημέρωσαν ότι ο λύκος είχε βγει από τη λίστα των επιβλαβών ζώων και καμιά αμοιβή δεν οριζόταν πια για το φόνο του. Όχι μόνο δεν τους επιβράβευσαν για την… «παλικαριά» τους, αλλά, αντίθετα, τους απαγόρευσαν τη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για την εξόντωση των λύκων, καθώς και την κατοχή των ζώων αυτών από τους ίδιους.
Ο μικρός Άκης μεταφέρθηκε σε ένα κτηνιατρείο, όπου και δέχτηκε τη φροντίδα μιας υπέροχης κτηνιάτρου. Σε λίγες μέρες ήταν εντελώς καλά. Οι άνθρωποι του κέντρου προστασίας αγρίων ζώων των μετέφεραν μέσα σε ένα ειδικό κλουβί στον τόπο όπου τον αιχμαλώτισαν οι κυνηγοί. Εκεί και τον άφησαν ελεύθερο να συνεχίσει τη ζωή του και την περιπλάνησή του στο δάσος.
15.2.07
Αναδημοσίευση από: webzobbie's stories
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή